ομοιοπάθεια

ομοιοπάθεια
η (Α ὁμοιοπάθεια)
το να βρίσκεται κάποιος στην ίδια κατάσταση με άλλον ή το να παθαίνει κανείς τα ίδια δεινά με κάποιον άλλον
νεοελλ.
η ομοιοπαθητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιοπαθής. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homeopathy].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοπαθείᾳ — ὁμοιοπαθείᾱͅ , ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπάθεια — sympathetic emotion fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιοπάθεια — η η κατάσταση του ομοιοπαθούς (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιοπαθείας — ὁμοιοπαθείᾱς , ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem acc pl ὁμοιοπαθείᾱς , ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπαθείαις — ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπάθειαν — ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοπάθεια — η (Α ἀλλοπάθεια) το να είναι κανείς αλλοπαθής (αντίθετο τού ομοιοπάθεια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοπαθής. Η λ. έχει περάσει και στην ξένη επιστημονική ορολογία ως όρος τής θεραπευτικής, πρβλ. αγγλ. allopathy, γαλλ. allopathie] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθητικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομοιοπαθή ή στην ομοιοπάθεια. 2. (ουσ.) ομοιοπαθητική, η ιατρική θεραπευτική μέθοδος με φάρμακα που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με την ασθένεια που καταπολεμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”