ὁμοιοπαθείᾳ — ὁμοιοπαθείᾱͅ , ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπάθεια — sympathetic emotion fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιοπάθεια — η η κατάσταση του ομοιοπαθούς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοιοπαθείας — ὁμοιοπαθείᾱς , ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem acc pl ὁμοιοπαθείᾱς , ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπαθείαις — ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοπάθειαν — ὁμοιοπάθεια sympathetic emotion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοπάθεια — η (Α ἀλλοπάθεια) το να είναι κανείς αλλοπαθής (αντίθετο τού ομοιοπάθεια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοπαθής. Η λ. έχει περάσει και στην ξένη επιστημονική ορολογία ως όρος τής θεραπευτικής, πρβλ. αγγλ. allopathy, γαλλ. allopathie] … Dictionary of Greek
ομοιοπαθητικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε… … Dictionary of Greek
ομοιοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομοιοπαθή ή στην ομοιοπάθεια. 2. (ουσ.) ομοιοπαθητική, η ιατρική θεραπευτική μέθοδος με φάρμακα που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα με την ασθένεια που καταπολεμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)